- κανιστροειδής
- -έςκατασκευασμένος ή πλεγμένος σαν κάνιστρο* («κανιστροειδές δοχείο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνιστρο + -ειδής (< εἶδος). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. corbicule. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.